Κατανομή των ειδών
Η γενική κατανομή του πουρναριού είναι στη μεσόγειο, τη Πορτογαλία.
Στη Βουλγαρία είναι το βόρειο όριο κατανομής του είδους. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Στρυμόνα, νότια του φαραγγιού της Κρέσνας – στους πρόποδες του όρους Μαλέσεβο στο χωριό Καμενίτσα και τους νότιους πρόποδες του όρους Πιρίν· ανατολικά από τον ποταμό Πιρίνσκα Μπιστρίτσα, κοντά στο χωριό Καλιμάντσι (νότιες πλαγιές της κοιλάδας του Αγίου Ηλία) και κοντά στα χωριά Πέτροβο, Κουλάτα και Νόβο Χότζοβο. Μονά δέντρα βρίσκονται επίσης στην κοιλάδα του ποταμού Νέστου, ανάμεσα στα χωριά Γκάρμεν και Ντέμπρεν, του δήμου Γκότσε Ντέλτσεβ. Αυθόρμητα το είδος υπάρχει επίσης στην Ανατολική Ροδόπη, κοντά στη Σρέντνα Καγιάλομπα όπου πιστεύεται ότι φυτεύτηκε από ανθρώπους· 90-850 μ. υψόμετρο.
Πρόκειται για το κυρίαρχο είδος των θαμνώνων, οι οποίοι καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της έκτασης του Παγγαίου. Χαρακτηριστικά είναι και τα ψηλά, μεγάλης ηλικίας πουρνάρια, σε κοντινή απόσταση από την Ι.Μ. Εικοσιφοίνισσας. Πρόκειται για υπολειμματική συστάδα δάσους, που διατηρείται μέχρι σήμερα καθώς δεν είχε υποστεί στο παρελθόν καυσοξύλευση ή άλλη σημαντική διατάραξη για θρησκευτικούς λόγους.
Περιγραφή του είδους (βιολογικά και οικολογικά χαρακτηριστικά)
Πρόκειται για αειθαλές, βραδυαυξές δέντρο ύψους 12-15 μ. Στην περιοχή συνήθως έχει θαμνώδη μορφή. Τα φύλλα του είναι σκληρά, δερματώδη, κατά κανόνα γυμνά και στις δυο επιφάνειες τους, πλατιά ωοειδή ή επιμήκη, με παρυφές κυματιστές, αγκαθωτά οδοντωτές ή λειόχειλες. Το βαλανίδι (κάρυο) του πουρναριού είναι καστανόχρωμο (ώριμο), κυλινδρικό και περιβάλλεται στη βάση του από ξυλώδες αγκαθωτό κύπελλο. Τα βαλανίδια ωριμάζουν σε δύο χρόνια (Σεπτέμβριος – Νοέμβριος) και αμέσως μετά πέφτουν. Είναι είδος της Μεσογειακής λεκάνης και αποτελεί το πιο κοινό είδος δρυός στην περιοχή, με ιδιαίτερα μεγάλο υψομετρικό και οικολογικό εύρος ανάπτυξης. Ολιγαρκές, θερμόφιλο, φωτόφιλο και ανθεκτικό στην ξηρασία, το πουρνάρι είναι αδιάφορο ως προς τη σύσταση των πετρωμάτων. Αποτελεί βασικό συστατικό των σκληρόφυλλων μεσογειακών και παραμεσογειακών θαμνώνων (maquis & pseudomaquis) και ανάλογα με τις συνθήκες συχνά κυριαρχεί σχηματίζοντας πυκνές δομές. Για να επιβιώσει στις συνθήκες που διαμορφώνει το μεσογειακό κλίμα έχει αναπτύξει μηχανισμούς απόκρισης στις περιβαλλοντικές πιέσεις, όπως βαθιές ρίζες, δερματώδη φύλλα με αγκαθωτές παρυφές, ικανότητα να δημιουργεί νεαρούς βλαστούς αμέσως μετά την κοπή του ή μετά από πυρκαγιές. Στο παρελθόν σημαντικό οικονομικό ρόλο έπαιξε και η συλλογή φύλλων με κόκκινα εξογκώματα (κηκίδια), τα «πρινοκούκια», τα οποία χρησιμοποιούνταν για τη βαφή νημάτων σε ανοιχτό κόκκινο χρώμα. Το χρώμα προέρχεται από τα θηλυκά άτομα του εντόμου Kermes ilicis (από το οποίο προέρχεται η κοινή ονομασία του σε πολλές γλώσσες Kermeseiche, Kermes oak) και το οποίο σχηματίζει τα «πρινοκούκια». Ο Θεόφραστος δεν παρέλειψε να αναφερθεί στα κηκίδια αυτά, τα οποία όμως λανθασμένα θεωρούσε ως είδος καρπού, ενώ ο Διοσκουρίδης μιλά για την περί «κόκκου βαφικής», περιγράφοντας το πουρνάρι. Για να αναλογιστούμε την αξία της βαφής αυτής αρκεί να αναφέρουμε πως από τους κόκκους από τους οποίους παράγεται η βαφή προήλθε και η ονομασία του χρώματος «κόκκινο». Το χρώμα αυτό, αργότερα γνωστό ως κρεμέζι, χρησιμοποιούνταν για τη βαφή του μαλλιού, των δερμάτων και υφασμάτων από μετάξι. Η τιμή όμως της βαφής ήταν αρκετά υψηλή, με αποτέλεσμα να θεωρείται προνόμιο των πλουσίων.
Κατάσταση διατήρησης
Το είναι ένα προστατευμένο είδος υπό το Βιβλίο της Δημοκρατίας της Βουλγαρία.
Κατάσταση διατήρησης
Το Quercus coccifera είναι ένα προστατευμένο είδος υπό το Νόμο περί Βιοποικιλότητας (BDA), περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 αυτού του νόμου. Περιλαμβάνεται στο Κόκκινο Βιβλίο της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας (2015) με την κατηγορία ‘Είδος απειλούμενο με εξαφάνιση’, καθώς και στον Κόκκινο Κατάλογο της Διεθνούς Ένωσης για τη Διατήρηση της Φύσης (IUCN)- με την κατηγορία ‘Είδος που επηρεάζεται ελαφρώς’. -‘Είδος Ελάχιστης Ανησυχίας’
Το είδος σχηματίζει ένα φυσικό βιότοπο ‘Θάμνοι και χαμηλά ξύλα του πουρναριού (Quercus coccifera), ο οποίος περιλαμβάνεται επίσης στο Κόκκινο Βιβλίο της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας (2015) με την κατηγορία ‘Είδη που κινδυνεύουν άμεσα με αφανισμό’.
Το πουρνάρι σύμφωνα με την IUCN εντάσσεται στην κατηγορία φυτών «Μειωμένης Ανησυχίας» (LC-Least Concern), γεγονός το οποίο δεν συνεπάγεται ότι το είδος είναι ασφαλές ούτε ότι δεν πρέπει να προστατεύεται αλλά ότι «δεν διατρέχει άμεσο κίνδυνο εξαφάνισης εφόσον διατηρούνται οι παρούσες συνθήκες». Οι δενδρώδεις σχηματισμοί πουρναριού αποτελούν τον οικότοπο εθνικής σημασίας 934Α: Ελληνικά δάση πρίνου (Quercus coccifera).
*Σημείωση: Για την περιγραφή των φυτών χρησιμοποιούνται πληροφορίες από: Peev, D. & al. (eds). 2015. Red Data Book of the Republic of Bulgaria(Κόκκινο Βιβλίο Δεδομένων της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας), Τόμος 1. Φυτά και Μύκητες. BAS, Sofia(Σόφια) [English ed.(Αγγλική έκδοση):ISBN 978-954-9746-21-1 (IBER – BAS)· Ένας πρακτικός οδηγός για τον Προσδιορισμό, τη Διαχείριση και την Καταγραφή των δασών με υψηλή αξία διατήρησης στη Βουλγαρία. Σόφια, WWF – Βουλγαρία, 145 p.p., η ιστοσελίδα της Διεθνούς Ένωσης για τη Διατήρηση της Φύσης.