Χουχουριστής

(Strix aluco)
Μόνιμος κάτοικος του Παγγαίου. Προτιμά ώριμα δάση, κυρίως φυλλοβόλων ειδών, αλλά χρησιμοποιεί και μικτά φυλλοβόλων-κωνοφόρων ή μόνο κωνοφόρων, συχνά κοντά σε κατοικημένες περιοχές.
Sophia Siggiridou_ Kostas Vidakis, MSc

Κατανομή των ειδών

Το πιο κοινό νυχτόβιο αρπακτικό δασικών οικοσυστημάτων της περιοχής μελέτης. Παρατηρείται σε ποσοστό μικρότερο του 2 % του εθνικού πληθυσμού που αριθμεί σε 10.000 – 20.000 ζευγάρια, με την κατάσταση του τοπικού πληθυσμού του, ο οποίος δεν είναι απομονωμένος εντός της ευρύτερης περιοχής εξάπλωσης, να εκτιμάται από καλή έως εξαιρετική. Είναι δυνατόν να συναντηθεί σε όλα τα δασικά οικοσυστήματα της περιοχής που περιλαμβάνουν ώριμα δέντρα αλλά και στα όρια των χαμηλότερου υψομέτρου αγροτοδασικών περιοχών που πληρούν την παραπάνω προϋπόθεση (κυρίως με παρόχθια υψηλή δενδρώδη βλάστηση).

Περιγραφή του είδους (βιολογικά και οικολογικά χαρακτηριστικά)

Μεσαίου μεγέθους νυκτόβιο αρπακτικό πτηνό. Με κοντές, φαρδιές και στρογγυλωμένες φτερούγες, μεγάλο και στρογγυλό κεφάλι. Τα θηλυκά είναι μεγαλύτερα από τα αρσενικά. Το χρώμα του φτερώματός του ποικίλλει από καστανοκόκκινο έως γκριζοκάστανο. Τα μεγάλα, στρογγυλά και πολύ σκούρα μάτια του, σε συνδυασμό με τους ομοιόχρωμους δίσκους προσώπου, δίνουν την εντύπωση κενών κοιλοτήτων. Η φωνή του είναι ένα χαρακτηριστικό βραχνό και λυπητερό «χουχούρισμα», από το οποίο παίρνει και το όνομά του. Αυτά τα χαρακτηριστικά του οδήγησαν στο να θεωρηθεί το πτηνό ως προάγγελος κακοτυχίας, συμφορών και θανάτου.

Μόνιμος κάτοικος του Παγγαίου. Προτιμά ώριμα δάση, κυρίως φυλλοβόλων ειδών, αλλά χρησιμοποιεί και μικτά φυλλοβόλων-κωνοφόρων ή μόνο κωνοφόρων, συχνά κοντά σε κατοικημένες περιοχές. Το ζευγάρι μένει μαζί για όλη του τη ζωή και φωλιάζει σε τρύπες δέντρων. Επιθετικός υπερασπιστής της φωλιάς, κυρίως όταν έχει νεοσσούς, επιτιθέμενος κατευθείαν στο κεφάλι του εισβολέα με τα δυνατά γαμψά νύχια του. Επιλέγει κατάλληλες θέσεις και παραμονεύει τα υποψήφια θύματά του. Διαθέτει εξαίρετη ακοή και αθόρυβο πέταγμα, ικανότητες που του επιτρέπουν να αιφνιδιάσει και να συλλάβει τη λεία του. Τρέφεται κυρίως με τρωκτικά των δασών, αλλά και με άλλα θηλαστικά μέχρι το μέγεθος κουνελιού, πτηνά, αμφίβια, έντομα, άλλα ασπόνδυλα. Στις αστικές περιοχές καταναλώνει κυρίως πτηνά, συμπεριλαμβανομένων ειδών όπως πάπιες και γλάροι. Καταπίνει συνήθως τη λεία του ολόκληρη και εξεμεί τα άπεπτα μέρη – τρίχες, φτερά, οστά – με τη μορφή σφαιριδίων (pellets).

Από τις σημαντικότερες απειλές που αντιμετωπίζει το είδος είναι η πιθανή απώλεια ώριμων και γηραιών δένδρων τα οποία χρησιμοποιεί για φωλεοποίηση.. Επίσης, οι δασικές πυρκαγιές μπορεί να περιορίσουν σημαντικά το κατάλληλο ενδιαίτημά του. Η χρήση φυτοφαρμάκων και η ηλεκτροπληξία από ηλεκτροφόρα καλώδια μπορεί να αποτελέσουν απειλή για το είδος στα χαμηλότερα υψομετρικά ενδιαιτήματά του, όπου εντοπίζονται οικισμοί και οι ανθρωπογενείς επιδράσεις είναι πιο έντονες.

Κατάσταση διατήρησης

Μειωμένης Ανησυχίας.

Κατάσταση διατήρησης

Προστατεύεται από την Σύμβαση της Βέρνης (Παράρτημα ΙΙ). Σύμφωνα με το Ελληνικό Κόκκινο Βιβλίο στην Ελλάδα και με την IUCN σε ευρωπαϊκό επίπεδο το είδος δεν κατατάσσεται σε κατηγορία απειλής. Επίσης, δεν κατατάσσεται σε κατηγορία ειδών ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ως προς την προστασία τους από την BirdLife International, ενώ προστατεύεται και από την Διεθνή Σύμβαση CITES (Παράρτημα ΙΙ).