Κατανομή των ειδών
Η αβερλία είναι ένα σπάνιο βαλκανικό ενδημικό είδος. Απαντάται αποκλειστικά στην κεντρική και τη νότια Βουλγαρία και σε ορισμένα βουνά στη βορειοανατολική Ελλάδα. Στο Παγγαίο υπάρχει μικρός πληθυσμός, ο νοτιότερος του είδους, σε υψόμετρα που κυμαίνονται από 1.500 έως 1.850 μ. Εμφανίζεται σε λίγες ασβεστολιθικές, υγρές, σκιαζόμενες θέσεις, συνήθως βόρειου ή βορειοδυτικού προσανατολισμού, σε ρωγμές βράχων και βραχώδεις εξάρσεις, σε σκιερές χαράδρες σε συνθήκες δηλαδή που προσφέρουν στο φυτό καταφύγιο από την ξηρασία και το ψύχος.
Περιγραφή του είδους (βιολογικά και οικολογικά χαρακτηριστικά)
Απαντά σε συγκεκριμένες θέσεις, στις οποίες αρκετές φορές καταγράφεται σημαντικός αριθμός φυτών. Πολυετές ποώδες φυτό με φύλλα τοποθετημένα (πάνω από το έδαφος) σε ένα κυκλικό μοτίβο (ρόδακα). Οι ρόδακες, πολλοί μαζί, σχηματίζουν μεγάλα προσκεφάλια. Τα φύλλα είναι σαν επιμηκυμένα αντίστροφα αυγά ή αντίστροφες λόγχες, με πριονωτές παρυφές, αρκετά τριχωτά στην κάτω επιφάνεια. Το χρώμα των φύλλων στην επάνω επιφάνεια είναι σκουροπράσινο ενώ στην κάτω καστανωπό ή πορφυρόχρωμο. Από τον ρόδακα των φύλλων ορθώνονται ανθοφόροι βλαστοί, μήκους 8-18εκ., καλυμμένοι με τρίχες, που έχουν 2-5 άνθη. Το άνθος έχει δύο χείλη. Το πάνω έχει χρώμα κυανοπόρφυρο και διαιρείται σε 2 λοβούς, ενώ το κάτω, με 3 λοβούς (στρογγυλεμένες διαιρέσεις), είναι λευκωπό και στο εσωτερικό έχει κίτρινα και κοκκινωπά στίγματα. Τα πέταλα σχηματίζουν έναν αρκετά μεγάλο και πεπλατυσμένο σωλήνα. Ανθίζει από τον Απρίλιο έως τις αρχές Ιουλίου (ανάλογα το υψόμετρο). Ανήκει σε αυτά τα φυτά που οι επιστήμονες ονομάζουν «παλαιοενδημικά», δηλαδή στους εξελικτικούς εκπροσώπους αρχαίων ειδών που κατόρθωσαν να επιζήσουν ως τις μέρες μας εδώ και εκατομμύρια χρόνια. Υπολειμματικό είδος της Τριτογενούς περιόδου (γεωλογική περίοδος που αντιπροσωπεύει το χρονικό διάστημα 65 εκατομμύρια χρόνια έως 2,5 εκατομμύρια χρόνια πριν από σήμερα), ένα από τα πέντε είδη της οικογένειας τροπικών φυτών Gesneriaceae που απέμειναν στην Ευρώπη. Συγκαταλέγεται στα φυτά που είναι γνωστά ως φυτά νεκρανάστασης ή λαζαριστές λόγω της ικανότητάς τους να αναβιώνουν,· της ικανότητάς τους δηλαδή να αντέχουν στην ξηρασία και το ψύχος για μεγάλο χρονικό διάστημα (έως και 31 μήνες) δίνοντας την εντύπωση ότι έχουν νεκρωθεί με τα αφυδατωμένα φύλλα τους ζαρωμένα και κλειστά, τα οποία όμως, μόλις ενυδατωθούν (μετά από βροχόπτωση), μέσα σε λίγες ώρες «ανασταίνονται», επανερχόμενα στην πρότερη φυσιολογική τους κατάσταση και εμφάνιση. Με την Αβερλία ίσως να συνδέεται και ο μύθος του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Σε αρχαίο νόμισμα ο Θρακιώτης Ορφέας απεικονίζεται να κρατά τη λύρα του καθισμένος, και στο πλάι του υπάρχει ένα φυτό με φύλλα σε ρόδακα. Είναι η Αβερλία; Ίσως.
Προς το παρόν δεν διαπιστώθηκε κάποια ενέργεια που θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταστροφή των θέσεως καταγραφής του και μείωση του πληθυσμού του. Ωστόσο, οι θέσεις του θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά το στάδιο σύνταξης μελετών τεχνικών έργων που προγραμματίζονται να γίνουν σε σχετικά μεγάλα υψόμετρα.
Κατάσταση διατήρησης
Τρωτό.
Κατάσταση διατήρησης
Το είδος κυρίως λόγω της περιορισμένης περιοχής εξάπλωσής του χαρακτηρίζεται ως Τρωτό, (Vulnerable -VU), με βάση την κατηγοριοποίηση της IUCN, με υψηλό κίνδυνο εξαφάνισης στο μεσοπρόθεσμο μέλλον. Συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των φυτικών ειδών του Προεδρικού Διατάγματος 67/81 (Φ.Ε.Κ. 23/Α/30-01-1981) «Περί προστασίας της αυτοφυούς χλωρίδας και της άγριας πανίδας και καθορισμού διαδικασίας συντονισμού και ελέγχου της έρευνας αυτών» και στην Σύμβαση της Βέρνης «περί της διατήρησης της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης». Η σημαντικότητά της αναγνωρίστηκε από την Ε.Ε. η οποία την ενέταξε στην Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 1992 για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (Παράρτημα ΙΙ. Ζωικά και φυτικά είδη κοινοτικού ενδιαφέροντος των οποίων η διατήρηση επιβάλλει τον καθορισμό ειδικών ζωνών διατήρησης).