Κατανομή των ειδών
Κοινό είδους νυχτόβιου αρπακτικού που παρατηρείται σε ποσοστό μικρότερο του 2 % του εθνικού πληθυσμού ο οποίος εκτιμάται ότι αριθμεί 5.000 – 15.000 ζευγάρια. Η κατάσταση του τοπικού πληθυσμού του, ο οποίος δεν είναι απομονωμένος εντός της ευρύτερης περιοχής εξάπλωσης, εκτιμάται ως καλή. Στη περιοχή μελέτης το είδος παρατηρείται κυρίως σε ανθρωπογενώς επηρεαζόμενα ενδιαιτήματα και γύρω από αυτά, κοντά στους οικισμούς, φωλιάζοντας σε ορισμένες περιπτώσεις σε παλιά κτίρια ή χαλάσματα. Είναι δυνατόν να παρατηρηθεί ακόμη και εντός των οικισμών της περιοχής μελέτης ή κινούμενο από και προς τις αγροτοδασικές περιοχές του χαμηλότερου υψομέτρου προς αναζήτηση τροφής.
Περιγραφή του είδους (βιολογικά και οικολογικά χαρακτηριστικά)
Το πιο κοινό νυκτόβιο αρπακτικό πτηνό της Ελλάδας. Μικρού μεγέθους, τα φύλα δεν διαφέρουν μεταξύ τους μορφολογικά ή σε μέγεθος. Το χρώμα του είναι καφέ με διάσπαρτες λευκές κηλίδες και γραμμές. Τα κάτω μέρη είναι περισσότερο λευκά. Χαρακτηριστικό είναι το κοντό, πεπλατυσμένο κεφάλι και η έντονα κίτρινη ίριδα των ματιών του. Είδος με μεγάλη συμβολική σημασία κατά την αρχαιότητα. Συνδέθηκε με την Αθηνά, τη θεά της σοφίας και της γνώσης. Θεωρήθηκε ιερό πουλί της Αθηνάς και σύμβολο της πόλης των Αθηνών. Για αυτό άλλωστε η όψη της χρησιμοποιήθηκε στα τετράδραχμα, τα φημισμένα νομίσματα της κλασικής περιόδου.
Ανθρωπόφιλο είδος. Μόνιμος κάτοικος του Παγγαίου σε ανοιχτές εκτάσεις, και αγροτικές περιοχές με βράχια, φυτοφράχτες, στάνες, ξερολιθιές, σκόρπια δέντρα. Σπανιότερα σε ημιορεινές και ορεινές περιοχές. Φωλιάζει σε τρύπες δέντρων, παλαιά κτίσματα και εγκαταλελειμμένα κτίρια. Νυκτόβιο, αλλά δραστηριοποιείται και την ημέρα. Συχνά παρατηρείται καθισμένο σε σκεπές, σύρματα, μάντρες, χαλάσματα, από όπου εντοπίζει τη λεία του. Τρέφεται κυρίως με ασπόνδυλα όπως έντομα, γαιοσκώληκες αλλά και με σπονδυλωτά όπως αμφίβια, μικρά ερπετά, μικρά πτηνά, και μικρά θηλαστικά. Καταπίνει συνήθως τη λεία του ολόκληρη και εξεμεί τα άπεπτα μέρη – τρίχες, φτερά, οστά – με τη μορφή σφαιριδίων (pellets).
Οι κυριότερες απειλές για το είδος είναι η απώλεια θέσεων φωλεοποίησης, με την απομάκρυνση ώριμων δέντρων και την αποκατάσταση παλαιών κτιρίων ή την ανακαίνισή τους. Επίσης, η χρήση φυτοφαρμάκων και η παράνομη χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων για έλεγχο «επιβλαβών μικρών θηλαστικών» καθώς και η εντατικοποίηση της γεωργίας σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη παραδοσιακών αγροτικών πρακτικών και χρήσεων γης έχουν σοβαρό αρνητικό αντίκτυπο στους πληθυσμούς του είδους.
Κατάσταση διατήρησης
Μειωμένης Ανησυχίας.
Κατάσταση διατήρησης
Προστατεύεται από τη Σύμβαση της Βέρνης (Παράρτημα ΙΙ). Σύμφωνα με το Ελληνικό Κόκκινο Βιβλίο στην Ελλάδα και με την IUCN σε ευρωπαϊκό επίπεδο το είδος δεν κατατάσσεται σε κατηγορία απειλής. Κατατάσσεται στη κατηγορία SPEC 3 ειδών ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ως προς την προστασία τους από την BirdLife International, ενώ προστατεύεται και από την Διεθνή Σύμβαση CITES (Παράρτημα ΙΙ).